- επιδιπλώ
- ἐπιδιπλῶ, -όω (Α)1. διπλώνω στα δύο2. διπλασιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διπλόω, -ώ (< διπλο-ος / -ούς) «διπλασιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδίπλωσις — ἐπιδίπλωσις, ἡ (Α) [επιδιπλώ] διπλασιασμός … Dictionary of Greek